- δαμαστήρ
- δαμαστήρ, ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαμαστήρ — δαμαστήρ, ο (AM) [δαμάζω] ο δαμαστής … Dictionary of Greek
δαμαστήριος — ια, ιο (Μ δαμαστήριος, α, ον) [δαμαστήρ] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί σε δαμασμό, ο δαμαστικός μσν. το ουδ. ως ουσ. το δαμαστήριον μέσο με το οποίο δαμάζει κανείς, υποτάσσει ή καταστέλλει κάτι («ἀγρυπνία... πνευμάτων δαμαστήριον») … Dictionary of Greek